ανασγαρλίζω

ανασγαρλίζω
σκάβω με το λισγάρι, σκάβω ή ανακατώνω με τα δάχτυλα, μετατοπίζω το χώμα με τα νύχια των ποδιών, σγαρλίζω
2. μτφ. ανασκαλεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”